- εύκαιρα
- επίρρ. βλ. εύκαιρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὔκαιρα — εὔκαιρος well timed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύκαιρος — η, ο (ΑΜ εὔκαιρος, ον) 1. αυτός που γίνεται στον κατάλληλο χρόνο, στην κατάλληλη περίσταση, στην ώρα του («εὐκαίρων ὑδάτων... γινομένων», Θεόφρ.) 2. (για χώρους, οικήματα, δοχεία κ.λπ.) κενός, άδειος, ο έρημος νεοελλ. αυτός που δεν έχει… … Dictionary of Greek